- οὐλοθυτεῖν
- οὐλοθυτέωoffer a wholepres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουλοθυτώ — οὐλοθυτῶ, έω (Α) προσφέρω πλήρη ή τέλεια θυσία ή, κατά τον Ησύχ., πασπαλίζω με χονδροαλεσμένο κριθάρι το θύμα πριν από τη θυσία («οὐλοθυτεῑν κριθὰς ἐπιχέειν τοῑς θύμασι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαί «κριθάρι που πασπάλιζαν στα ζώα πριν από τη… … Dictionary of Greek